τρασιά

τρασιά
ἡ, ΜΑ, και ταρσιά και τερσιά και ιων. τ. ταρσιή Α
μσν.
τόπος ή πλέγμα από καλάμια για την ξήρανση τυριών ή πλίνθων
αρχ.
1. πλέγμα από καλάμια στο οποίο ξήραιναν τα σύκα
2. τόπος ξήρανσης των σύκων
3. αλώνι
4. (κατά τον Πολύδ.) «τὸ ἄθροισμα τῶν σύκων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρασιά / ταρσιά ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *tŗs- τής ΙΕ ρίζας *ters- «ξηραίνω, στεγνώνω» (βλ. λ. ταρσός, τέρσομαι) με απόδοση τού φωνηεντικού -ŗ ως -αρ- και -ρα-. Ο τ. τερσιά κατά το τέρσομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρασιά — τρασιά̱ , τρασιά hurdle fem nom/voc/acc dual τρασιά̱ , τρασιά hurdle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρασιάν — τρασιά̱ν , τρασιά hurdle fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρασιαῖς — τρασιά hurdle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρασιᾶς — τρασιά hurdle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρασιῆς — τρασιά hurdle fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ters- —     ters     English meaning: dry; thirst     Deutsche Übersetzung: “trocknen, verdorren; Durst, dũrsten”     Material: O.Ind. tr̥ṣyati “dũrstet, lechzt” (= Goth. Þau rsjan), tarṣáyati “läßt dursten, schmachten” (= Lat. torreō , O.H.G.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • τέρσω — Α (κυρίως μέσ. και παθ.) τέρσομαι είμαι ή γίνομαι ξηρός, στεγνώνω («ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος θεματικός ενεστ. που ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ters «ξηραίνω, στεγνώνω» και συνδέεται με τα: αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ταρσιά — και τερσιά, ἡ, Α βλ. τρασιά …   Dictionary of Greek

  • τερσιά — ἡ, Α βλ. τρασιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”